Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Ήταν ένας από μας



Ο Μαγκιάς

Κουταβάκι τόχαν κλέψει δυό αλητάμπουρες από αυλή
                          [σε κάποια εξόδου τους στην Ιταλία, στο Μπάρι*,
και μια λατρεία, το παιχνιδιάρικο σκυλάκι τούς είχε γίνει,
                                 [τα μυαλά τους θα έλεγες είχε τελείως πάρει.

Μαζί του την ίδια μέρα, ναυτολογήθηκα στο βαπόρι,
  [Μαγκιά τον βγάλαν, και φαίνονταν το μπάρκο να γουστάρει.

Στη διάρκεια του ταξιδιού, καθημερινά
                             [συνήθιζε, εύκολα μ' ένα πήδημα να σαλτάρει
απ' την κουβέρτα για να αράξει στο μουσαμά επάνω
                          [να τιναχτεί, να τεντωθεί, στο "τρία" το αμπάρι,
"χαρές κι ουρές" να κάνει... να στρογγυλοκάτσει
                                [καταχαρούμενος κει πάνω και να λουφάρει,
χαζεύοντας τα ναυτοτζόβενα που δουλεύαν γύρω,
                                              [στα ματσακόνια και στα κολωνάκια,
στις σκαλωσιές, στις καντιλίτσες...
                          [που όλο τού σφύριζαν και τούκαναν αστειάκια. 


Τρεις ωκεανούς περνώντας.. σταμπαϊεξαντλημένοι,
          [φτάναμε στη Καζαμπλάνκα μιά φεγγαρονυχτιά
κι οι ναύτες τ' αμπάρια ανοίγουν... μα αλλοίμονο… 
         [το κύτος μιά φονική παγίδα έγινε για τον Μαγκιά,
γιατί συνηθισμένος εκείνος, πάει τη θέση του να πάρει
                   [πα’ στο κλειστό αμπάρι να παίξει και ν’ αράξει,
στο κενό βρίσκεται..... και κάπου στα δέκα μέτρα βάθος
                 [στον πυθμένα.... με δύναμη το άτυχο θα σκάσει ! 


Ιδιαίτερη συμπάθεια στα σκυλιά δεν θάλεγα ότι έχω,
                         [κι έτσι ούτε το χάιδευα ούτε και έπαιζα μαζί του,
μα άλλοι από το πλήρωμα… κλαίγαν κι οδύρονταν
                                      [για την πραγματικά οδυνηρή "φυγή" του..

Πιστεύω πως ο Μαγκιάς από το πλήρωμα αγαπήθηκε
                [γιατί μετρίαζε, μαλάκωνε

                                   [της ερημιάς, της μοναξιάς, την αγριάδα
στα πέλαγα και στους αχανείς ωκεανούς,
         [που μόνο ουρανό και θάλασσα συνέχεια βλέπεις... 

                                                   [μα και στης υπομονής την ράδα. 


Ήταν ξημέρωμα πια στην κάμαρα σαν πήγα να πλυθώ
                              [και στο καθρέφτη είδα στη φάτσα μου μια θλίψη.
Με έκπληξη και απορία, δεν το κρύβω, σκέφτηκα
      [για δες τί κρύβει ο άνθρωπος... ρε λες και εμένα να μου λείψει ?







 * Αφιερώνεται στον παλιό, χαμένο φίλο και ψυχή τού "ΣΑΝΓΚΑΜΟΝ", τον τρίτο μηχανικό Μπετούγια (παρατσούκλι, δεν θυμάμαι πια όνομα μετά 60 χρόνια) και στο θείο του, δάσκαλό μου στη φασίνα, ναύτη Δημοσθένη της παλιάς φρουράς από την εποχή των τορπιλών και των παιδιών της πλώρης.... και στο Μαγκιά.



 

Από το βιβλίο "Σπασμένος κάβος". Βιωματικό έμμετρο έργο
του Οδυσσέα Ηβιλάγια No 77 / e-mail: pmataragas@yahoo.com /
Επιμέλεια - προσαρμογή κειμένων Cathy Rapakoulia Mataraga



  σπασμένος κάβος  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.