Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Σαν Έπεσαν του Ωκεανού τα Τείχη


Πήρα τη σύνταξη κάπου στα εξηνταπέντε,
                                    [μόνιμα στη στεριά πια βγήκα,
και νόμιζα στον παράδεισο, ο αγαθός,
                                                  [πώς επιτέλους μπήκα.

Είπα, με τους καλούς τους στεργιανούς,
                                          [θα κάνω τώρα εδώ παρέα,
και περιχαρής ανέμενα, ο δυστυχής,
                            [μιά νέα ζωή, ξένοιαστη και ωραία !

Καταπογοητεύτηκα όμως, γιατί......
                             [δεν ήταν πράμα αυτό που βρήκα ! ?

Δεν ξέρεις από που να φυλαχτείς
                                   [πανικοκρύφτηκα σε μία τρύπα,
να μην μπορούνε οι μακρυχέρηδες
                [οι νευρικοί, και τα λαμόγια να με βρούνε,
γιατί στη θάλασσα, σαν την αρχαία Σπάρτη,
    [δεν έχουμε γύρω τείχη... καθώς δεν σε χτυπούνε
όπως εδώ, στου καθουμένου τα καλά, 
    [που και καλημέρα ακόμη δύσκολα θα σου πούνε.
                           
Ροπαλοδέρνονται οι στεργιανοί
                                 [συχνά μετά μανίας και μεταξύ τους, 
στη Βουλή, σε δρόμους σε πλατείες… και μίσος 
    [καλλιεργούν σαν μικρολαχανικά, μες την αυλή τους.

Μπατίρια που αυτοβαπτίζονται,
                                      [καλοπερασάκιδων αντιπροσώποι,
βαράνε "άλλα" μπατίρια που νομίζουν,
                  [ό,τι 'ναι των καλοπερασάκιδων εκπροσώποι,
και "άλλοι" μη έχοντας να φάνε,                       
                         [με αφέλεια, μάχονται για τους λεφτάδες...
πέσαν τα φύλλα της συκής, βγάλαν τις μάσκες !
                                          [οι τάχα τίμιοι κι οι κλεφταράδες,


Εμείς οι ναυτικοί.... και βλάκες...
                                    [.... και αγαθοί 'μαστε σίγουρα πολύ,
ίσως από της νοσταλγίας τη θολούρα,
                              [ίσως απ' τη κλεισούρα στο πλωτό"κελί",
νομίζοντας πώς όταν κάποτε
                                        [για μόνιμα στη στεριά θα βγούμε,
"αγγέλους ονείρου στεριανούς"
                                        [και παραδείσους εκεί  θα βρούμε.

 Αφτούνα λέγαμε, σαχλαμαρίζαμε, γελάγαμε,
                                        [και κλαίγαμε όταν βρεθήκαμε απομάχοι,
καμιά εικοσαριά  απ' τη σχολή παλιόφιλοι καπτάνιοι,
                                                       [κι είπαμε πως πλάκα θάχει,
να πάμε για ούζα σε κάνα κουτούκι,
                                                                [και πήγαμε σ’ ένα ταβερνάκι,
στη Τρούμπα... εκεί που μετεκπαιδευτήκαμε στα ηλεκτρονικά
                             [μα και σε άλλα ..... ν' ακούσουμε μπαγλαμαδάκι.


Τη θυμάμαι ως τώρα εκείνη την γκρί
                                                  [ την ψυχοπλακώστρα μουντή ημέρα,
που κρέμονταν η βροχή, είχε χαθεί ο ήλιος
                                                           [και μας ξεπάγιαζαν ριπές αέρα. 

Μαζί μας ήταν οι δυό Σεργάκηδες κι οι δύο Νίκοι,
       [ο Νίκος Μάγκος από τη Ρόδο και ο κληρούχας μου ο Νίκος Βασιλόπουλος,
οι δύο Φίλιπποι Μπουγιούρης και Καρατζόγλου, οι δύο Γιώργηδες,
           [Γιώργος Μπρούτζος και Γιώργος Κουρεντής, ο Γιάννης ο Κουρτόπουλος,
οι δύο Μάκηδες, Πατρίκιος και Μαρούδας...... οι Τζίρμπης, Μουτσάτσος,
                                         [οι Τερλιξής, Διακομανώλης, ο ψηλέας Καψιμαλόπουλος
οι δύο Βολιώτες Δημόπουλος Δαφερέρας....ο Γρηγόρης Καραμάνος,
                              [ο Υδραίος Παπαθανασίου, ο Βουρσούκης κι ο Σταματόπουλος.

Μία παρέα όλοι..... οι ετοιμόρροποι ογδοντάρηδες απομάχοι,
                                                                     [μαζί, με τους συνάδελφους τους χαμένους,
παρότι δαύτοι βρίσκονται στ' «αγύριστο» βαπόρι, που προς ουρανό μονίμως
           [βαστά πορεία, και τους κρατάει ισόβια χωρίς φυλλάδια μπαρκαρισμένους.


Σαν περατώθηκε η ουζοφόρτωση στραβοβαδιζοτρεκλίζοντας ,
                                                          [με πήγανε μέχρι Ακτή Μιαούλη δυό συναδέλφοι, 
κει που όταν ζητάγανε για τα βαπόρια ναυτικούς, παλιά,
     [που ακόμη τότε είχαμαν την καθαρεύουσα, "και ομιλώ διά πρίν εξήκοντα έτη", 
κολλάγανε σε τοίχους, πόρτες, μαγαζιά, κολώνες,
  [χαρτάκια με τα "ζητείται ναυτικός" και από κει παίρναν αμπάριζα τα βασανά μου.

Το οινοπνευματοθολωμένο μου μυαλό με πήγε πίσω αθελά μου,
         [καμπόσες δεκαετίες πίσω και μούδιασαν, δάκτυλα, κνήμες και τα γόνατά μου,
έτσι όπως μ’ έπιαναν, για μπάρκο όταν κατέβαινα, στον Μάρκο,
                  [εκείνον τον μεσίτη, πούβρισα αλήτη τελικώς και είπα σκουπίδι, γδάρτη, 
μετά τραβούσα για βαλίτζα, γιατρούς Γενέ, την επομένη,
           [αεροδρόμιο, ξενοδόχα, γκάνγκουε*, κι άρχιζε της "καταδίκης μου το πάρτυ".

Λίγο πριν φύγω, και που ακόμη ήμουν εν Αθήναις
      [σκεπτόμουνα τη γλίτσα που θά ’πεφτα για μήνες και έψαχνα να τ' αποφύγω λύση,
κι αφού διαπίστωνα καμιά πώς δεν υπήρχε.... με καταπλάκωνε η θλίψη,
                            [καθώς γραμμάτια λήγαν και μ' απειλούσαν ΕΥΔΑΠ ΔΕΗ, ενώ σε ρίξη
ήμουν με άλλους που άφηνα φεσομένους, μπακάληδες, μανάβηδες, περιπτεράδες,
                      [η σωτηρία ήταν το μπάρκο... να τη κάνω..  δεν μ' έπαιρνε άλλο μήτε ώρα. 


Να φύγω λοιπόν η λύση....  όμως, καλά εγνώριζα ο καψερός το τι με περιμένει,
        [σε κείνη, την προς αποφυγήν, την τροπική τη χώρα που πάνε τα πετρελαιοφόρα,
όπως και γενικώς με κείνα τα κωλοτάξιδα που θα βαρούν εμένα μέρες τα κύματα,
                         [ή θα κτυπάνε στις μπουνάτσες τη κεφαλή μου μία πλειάδα ματσακόνια, 
μήτε γκέλια*, μήτε κυκλώνες, θύελλες και παγετώνες, αγριοθάλασσες κι ομίχλες,
                      [μένανε θα λυπούνται... μα ούτε αθρώποι θε να μου δείχνουνε συμπόνοια. 


Ξέρεις τί είν' συνέχεια φίλε μου να κινδυνεύεις,
                                                       [και σαν ηλίθιος, ή μαστούρης.... να χαζοαγναντεύεις
έναν ορίζοντα για μέρες άδειο... και για ν'  ακούσεις απ’ το ράδιο, κάνα σταθμό, 
                  [βόλτες πα στο καντράν να κάνεις τη βελόνα.... χωρίς να έχεις καμία τύχη ?  
λες και τους αχανείς ωκεανούς με τίποτα "δεν τους πάνε", μήτε τα ραδιοκύματα,
                                                                 [λες κι απροσπέλαστα να τους περιβάλουν τείχη,
ίσως για να μην ακούσουν για το δικό μου ψυχοβασανισμό και ψυχοχάλι,
                                         [όσοι εγώ αγαπώ και όσοι αγαπούν από το πλήρωμα οι άλλοι,
ίσως για να μη μάθουν τί τυχερό που στάθηκε του καθενός το "παλληκάρι",
                                       [παρόλο όμως που συμβιβάστηκα, ποτέ δεν έσκυψα το κεφάλι,
και τ' αποτέλεσμα ? επανειλλημμένως κλωτσηδόν με διώχνανε
                [γιατί τύπους σαν μένα, δεν τους γουστάρουνε και γράφαν "διεκδικητικός"
στα φύλλα ποιότητος, ενώ με βρίζαν και με χαρακτηρίζαν
                                                   ["Λίαν άχρηστος είναι για το βαπόρι και για εμάς αυτός,
θέση δεν έχει ανάμεσά μας.... μάς δυσκολεύει στη δουλειά μας"
                                          [σκατόμουτρο θα με βαφτίσουν κι ας έλεγα πάντα το "σωστό",

και "ΔΙΚΑΙΟ" όχι μόνο για τη πάρτη μου... για όλους!... έτσι πανί 'μουν κόκκινο
                                        [και στο μπλακλίστ μονιμοποιήθηκα από τον πρώτο τον καιρό.


Σ' επιστροφή μου από "χύσιμο"(διώξιμο από καράβι), 
               [στ' αεροπλάνο βρέθηκα δίπλα στον παλιό μου φιλόλογο τον Τρίκα ή Τράκα
στο Β΄Γυμνάσιο αρρένων Αθηνών, και τούλεγα πως μ' έδιωξαν ενώ 'χα δίκιο,
   [μα τι μου λες μ' απάντησε ρε Καραμήτρο, μήπως μου κάνεις όπως και τότε πλάκα ?

"Για ποια δικαιοσύνη ρε μου μιλάς ? πας καλά ???
                      [ξέρω πώς στα καράβια ισχύει του ενός ανδρός, εσχάτως και γυναικός, αρχή, 
όμως αυτό 'ναι άσχετο και αν....  δεν ήσουνα τότε κουμπούρας στο μάθημά μου,
           [θα θυμόσουν, από την πολιτεία του Πλάτωνα, αυτό που είχες από εμένα διδαχθεί,
την απάντηση σε κάποια συζήτηση στο συνομιλητή του από τον Σωκράτη,
        ["Η δικαιοσύνη Γλαύκωνα αγνοείται κι αναζητείται.... όποιος τη βρει να μου το πει".

__________________________________________________________

Από το βιβλίο "Σπασμένος κάβος". Βιωματικό έμμετρο έργο
του Οδυσσέα Ηβιλάγια No 81 / e-mail: pmataragas@yahoo.com /

Επιμέλεια - προσαρμογή κειμένων Cathy Rapakoulia Mataraga

_____________________________________________________________


*Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών : Στην ιστοσελίδα του 2ου Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών, σε άρθρο του ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αναφέρεται στο πολυδιαβασμένο βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά, «Καταφύγιο Ιδεών», στο οποίο ο συγγραφέας εξιστορεί: «… Τη διαδρομή των έξι χρόνων στο Β’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών επρόκειτο να την κάνω με παρέα που σήμερα καυχιέται -και όχι άδικα- για τις διασημότητες που ανέδειξε.
Αποτέλεσμα εικόνας για Β΄ γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, παλιές φωτογραφίες Ο πρώτος φίλος που έκανα και που έμεινε ο εγγύτερος όλα τα χρόνια, ήταν ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, σκηνοθέτης σήμερα με παγκόσμια αναγνώριση. Στην τάξη μας και ο Αλέκος Φασιανός, ο ζωγράφος, με τον οποίο όμως ποτέ δεν συνδέθηκα περισσότερο. Ξεχωριστός στην παρέα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος κι αυτός πασίγνωστος σήμερα δημοσιογράφος και στιχουργός. Τον Θεόδωρο κι εμένα ο Λευτεράκης μας σνόμπαρε συστηματικά: έγραφε πιο πούρα δημοτική από μας, διάβαζε πιο προχωρημένη λογοτεχνία και του άρεσε να εμφανίζεται σαν τύπος λαϊκός και ολίγον μάγκας. Στην τάξη μας ήταν ακόμα ο Τρύφωνας Καρατζάς, σήμερα ηθοποιός, και ο Άγγελος Μαρόπουλος, δημοσιογράφος που τον έμαθε το πανελλήνιο στα χρόνια της δικτατορίας από τις εκπομπές του στην Ντόυτσε Βέλλε…».
Οι πόρτες του ιστορικού σχολείου άνοιξαν και πάλι μετά από 43 χρόνια, το 2016, πλήρως ανακαινισμένο έπειτα από την παρέμβαση του Δήμου Αθηναίων, στεγάζοντας το 2ο Γυμνάσιο Αθηνών. Η παράδοση του 2ου Γυμνασίου, βρίσκεται ακόμα ζωντανή μέσα στο κέντρο της Αθήνας, υπενθυμίζοντας την 150ετή σχεδόν λειτουργία του.
Πηγή : Ελculture

Αποτέλεσμα εικόνας για ship's gangway ladder 


*Γκάνγκουε (gangway ladder)  
Η σκάλα επιβίβασης και αποβίβασηςτου πλοίου









 
*Ραδιόφωνο :  Στην Ελλάδα εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1920 με πειραματικές προσπάθειες μικρής κλίμακας από ιδιώτες και δημόσιους φορείς. Ο επίσημος φορέας συστήθηκε το 1938 και χρησιμοποιήθηκε για την προπαγάνδα του μεταξικού καθεστώτος. Γρήγορα έγινε δημοφιλές μέσο, ειδικά κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Ιταλία και της τριπλής κατοχής. Μεταπολεμικά το ραδιόφωνο επεκτάθηκε και παρήγαγε ποιοτικό και μορφωτικό πρόγραμμα με απήχηση στο ευρύ κοινό, αλλά βρισκόταν υπό στενό κρατικό έλεγχο. 


*Γλαύκων :
(ο έχων ανοιχτόχρωμα ή γκρίζα μάτια ή αυτός που έχει μάτια κουκουβάγιας).
Αρχαίος Έλληνας, γνωστός ως βασικός γνώστης με τον Σωκράτη στην Πολιτεία του Πλάτωνα, και ως συνομιλητής στην Αλληγορία του Σπηλαίου. Ήταν μεγαλύτερος αδελφός του Πλάτωνα και, όπως και εκείνος, βρισκόταν ανάμεσα στον εσωτερικό κύκλο των άφθονων νέων μαθητών του Σωκράτη.
Η ερμηνεία του ονόματός του φαίνεται γενικότερα να είναι αφοσίωση στην Αθηνά, θεά της σοφίας.
Δεν είναι σαφές αν το όνομά του "Γλαύκων" του δόθηκε στη γέννα, ως ένα επίθετο προς τιμήν της θεάς, ή είναι ένα παρατσούκλι επειδή ήταν "αναζητητής της σοφίας".




   σπασμένος κάβος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.