Στο άλμπουρο σκαρφαλωμένος
[μπογιάτιζα, τέρμα γαλέττα,* *εκεί που τελειώνει το κατάρτι
σαν φώναξεν ο λοστρόμος "πέντεεε"
[μαζέψτετα ρε.... και νέτα* *τέλος εργασίας
Μαϊνάρισα κάτω "πόντο* πινέλο, *κατέβασα με σκοινί το δοχείο μπογιάς
[μα δεν κατέβηκα απ' το κατάρτι,
τους ουρανούς εχάζευα μαζί με γλάρο,
[πούκατσε σε συρματόσκοινου την άκρη.
Μ' αλμύρα πέλαγου βαθυγαλάζιος θόλος
[βασίλειο θάλεγες αποκλειστικό των γλάρων
που ενώνωνταν με απόνερων αφρούς,
[ενώ φανήκαν κι αναλαμπές των φάρων.
Ωχ σουρουπώνει.... μέσα μου φώναξα,
[και σαν τη μαϊμού κατέβαινα άρον άρον,
'ρχότανε "ο μπαμπούλας νύχτα", το άγνωστο,
[ετούτο μ' έσιαζε, "φόβον δεν είχα άλλον"
κατά που έλεγε κι ο καπετάνιος Μπλάιθ,
[στου Μπάουντυ τη περιβοητη ανταρσία.
Ο φόβος δαύτος στεργιανοί είναι αόρατος,
[άοσμος, άχρους, ιδέα, φαντασία,
μα τις καρδιές των ναυτικών, την πλώρη,
[τη μηχανή, τη πρύμη σφιχτά τυλίγει
όμως ποτέ κανείς κουβέντα τέτοια,
[περιέργως δεν ανοίγει,
ας βλαστημάει τη στιγμή που ήρθε,
[κι η επιλογή του ας τον πνίγει....
Στο φως της μέρας, ψευδαίσθηση έχει ο ναυτικός,
[ότι στης φύσης τα στοιχειά, θα αμυνθεί,
τη νύχτα όμως του σπάει ο τσαμπουκάς
[σαν δεν μπορεί ούτε τη μύτη του να δει.
[σαν δεν μπορεί ούτε τη μύτη του να δει.
_______________
[χίλια εννιακόσια πενηντα οκτώ- πενηντανιά,
που το νυχτερινό μας το ταξίδι,
[ήταν ρουλέτα, κουλοχέρης, μιά ζαριά,καθώς είδος πολυτελείας ήτανε τότε
[ραντάρ και όργανα μοντέρνα,
εμείς τουλάχιστον δεν είχαμε στον ματρακά,
[ούτε για δείγμα ένα.
______________
Σαν ξύπνησα ο απόμαχος ηλικιωμένος
[κάθιδρος απ' το όνειρό μου,
βρισκόμουνα ασφαλής στο αγορασμένο
[με "συναλαγμα-δάνειο" σπιτικό μου !
Το διηγήθηκα στη Πηνελόπη μου,
[την πιστή όταν ταξίδευα σύντροφό μου,
κι αφού το πίστευε κι ο Οδυσσέας "εντάξει",
[κορώνα κι εγώ την είχα στο κεφάλι το δικό μου....
Με προσοχή με άκουσε.... λίαν συγχυσμένο,
[λεπτομερώς να διηγούμαι το όνειρό μου,
και μούπε τη θάλασσα και τις γαλέρες
[να σταματήσω να θυμάμαι για το καλό μου...
Τη γλύτωσες μου τόνισε από τη ξελογιάστρα,
[μα η ανάμνησή της θα σε ξεκάνει τώρα,
και τον Αριστοτέλη άστον να λέει, πως η θάλασσα
[άπαξ σε βρέξει, να ξαναπάς σιμά της δεν βλέπεις πια την ώρα.
__________________________________________________
του Οδυσσέα Ηβιλάγια No 34 / e-mail: pmataragas@yahoo.com /
Επιμέλεια - προσαρμογή κειμένων Cathy Rapakoulia Mataraga
σπασμένος κάβος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.